- κατάρρουν
- κατάρροοςdown-flowingmasc acc sg (attic)καταρρέωflow downimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)καταρρέωflow downimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρροῦν — καταρρέω flow down pres part act masc voc sg (attic epic doric) καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλωμα — το, ΝΑ νεοελλ. στον πληθ. τα πυλώματα ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν αρχ. η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)] … Dictionary of Greek